- βοῦς
- βοῦς, βοός, acc. βοῦν (βῶν), pl. dat. βουσί and βόεσσι, acc. βόας and βοῦς: cow or ox, pl., kine, cattle; βοῦς ἄρσην, Il. 7.713, Od. 19.420; ταῦρος βοῦς, Il. 17.389; usual epithets, ἀγελαίη, ἄγραυλος, εἰλίποδες, ἕλικες, ἐρίμῦκοι, ὀρθόκραιραι.— Also, as fem. subst., ox-hide, shield of ox-hide, acc. βῶν, Il. 7.238, , Il. 12.137.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.