βοῦς

βοῦς
βοῦς, βοός, acc. βοῦν (βῶν), pl. dat. βουσί and βόεσσι, acc. βόας and βοῦς: cow or ox, pl., kine, cattle; βοῦς ἄρσην, Il. 7.713, Od. 19.420; ταῦρος βοῦς, Il. 17.389; usual epithets, ἀγελαίη, ἄγραυλος, εἰλίποδες, ἕλικες, ἐρίμῦκοι, ὀρθόκραιραι.— Also, as fem. subst., ox-hide, shield of ox-hide, acc. βῶν, Il. 7.238, , Il. 12.137.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βοῦς — bullock masc/fem acc pl (attic) βοῦς bullock masc/fem nom/voc pl βοῦς bullock masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

  • Βοῦς ἐν αὐλίῳ. — βοῦς ἐν αὐλίῳ. См. Подножный корм …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι. — См. Выжми лимон, да и брось вон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Βόδι ή Βους — Μικρή ακατοίκητη βραχονησίδα του Αιγαίου, κοντά στη Σέριφο. Ονομάστηκε έτσι γιατί από μακριά φαίνεται σαν να έχει σχήμα βοδιού. Έχει διάμετρο 536 μ. και μέγιστο υψόμετρο 131 μ. Στο νησί διαμένουν μόνο εποχιακά κτηνοτρόφοι και ψαράδες. Ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • βοσίν — βοῦς bullock masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουσί — βοῦς bullock masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουσίν — βοῦς bullock masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοῦν — βοῦς bullock masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοός — βοῦς bullock masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόε — βοῦς bullock masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”